- καρκάδονα
- καρκάδωνthe fee paid to Charon by the deadmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκαδών — καρκαδών, ἡ (Α) (κατά τον Φώτιο και το λεξ. Σούδα) ο οβολός που έπαιρνε ως αμοιβή ο Χάρων από τους νεκρούς («καρκαδόνα τοῡτο λέγεται Χάρωνος δάνειον συναγόμενον ἐκ τοῡ ὀβολοῡ τοῡ συγκηδευομένου τοῑς τελευτῶσιν οὐχ ὡς ἔνιοι πλανώμενοι βοτάνης… … Dictionary of Greek